- θαυμαστοποιός
- θαυμ-αστοποιός,A mirificus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαυμαστοποιός — θαυμαστοποιός, ὁ (Α) 1. ως επίθ. θαυμαστός, θαυμάσιος 2. δημιουργός θαυμαστών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμαστός + ποιός (< ποιώ), πρβλ. κεραμο ποιός, πλινθο ποιός] … Dictionary of Greek
ՍՔԱՆՉԵԼԱՐԱՐ — (ի.) NBH 2 0767 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 13c ա. θαυμαστοποιός, θαυμαστά ποίων miracula edens, miracula faciens παραδοξοποιός inopinata agens, vel mirabilis. Որ առնէ սքանչելիս միայն. սքանչելագործ (աստուած, եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)